παπικός

παπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάπα (α. «παπικό κράτος» — το κράτος τού Βατικανού
β. «παπική Εκκλησία» — η Δυτική Εκκλησία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πάπα: Τα τελευταία χρόνια γίνονται σοβαρές προσπάθειες για συνεννόηση με την Παπική Εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιντερνούντσιος — Παπικός εκπρόσωπος, ο οποίος, σύμφωνα με απόφαση του 1815, έχει διπλωματικό βαθμό δεύτερης τάξης. Γενικά, ο ι. είναι αποσπασμένος στις αποστολές του Βατικανού στο εξωτερικό, όπου εκτελεί προσωρινά καθήκοντα νούντσιου, δηλαδή πρεσβευτή. * * * ο… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • παπαλήθρα — ἡ, Μ 1. θύσανος τριχών σε σχήμα στεφανιού που μένουν στην κορυφή τού κεφαλιού μετά την κουρά τών ιερωμένων 2. το κουρεμένο μέρος τού κεφαλιού τών φραγκοπαπάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λατ. papalis «παπικός» + κατάλ. ήθρα (πρβλ. γαλλ. papal e)] …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλσεϊ, Τόμας — (Thomas Wolsey, Ίπσουιτς 1471; – Αβαείο του Λέστερ 1530). Άγγλος κληρικός. Το 1515 ο Λέων Γ’ τού απένειμε το αξίωμα του καρδινάλιου και τρία χρόνια αργότερα ονομάστηκε παπικός λεγάτος στην Αγγλία. Έγινε καγκελάριος του κράτους και υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μπεζά, Τεοντόρ — (Theodore Beza ή Theodore de Beze, 1519 – 1605). Γάλλος διαμαρτυρόμενος θεολόγος, κυριότερος συνεργάτης και διάδοχος του Καλβίνου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια του Βεζελέ Σπούδασε στη Μπουρζ και στην Ορλεάνη και κατόπιν πήγε στο Παρίσι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”